καρποφορώ — καρποφορώ, καρποφόρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καρποφορώ : στον απλό προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία απαντάται και η κλίση σε άω (κατά το αγαπάω, βλ. πίν. 58 ), στον ενεστώτα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρποφορώ — (AM καρποφορῶ, έω) [καρποφόρος] 1. παράγω καρπό, είμαι καρποφόρος 2. φέρω αποτέλεσμα, τελεσφορώ («καρποφόρησαν τα λόγια μου») μσν. 1. αποκομίζω καρπούς («ἵνα ὁ ἄνθρωπος τὰς ἐντολὰς κυρίου καρποφορῇ») 2. κερδίζω, αποκτώ μσν. αρχ. κάνω προσφορές,… … Dictionary of Greek
καρποφορῶ — καρποφορέω bear fruit pres subj act 1st sg (attic epic doric) καρποφορέω bear fruit pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρῳ — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat sg καρποφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
плодьствовати — ПЛОДЬСТВ|ОВАТИ (7), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Приносить плоды. Образн.: пустыни же кротка˫а е(с) д҃ша. иже преже люта и непроходна. и ничтоже имущи кормьна… и б҃ь˫а прiимши въсхоже(н)˫а и плодьствовавши. (καρποφορήσασα) ГБ к. XIV, 69в. 2. Совершать… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ακαρποφόρητος — η, ο [καρποφορώ] 1. αυτός που δεν έχει αποδώσει καρπούς ή που δεν μπορεί να καρποφορήσει 2. ο ανώφελος, εκείνος που μένει χωρίς αποτέλεσμα … Dictionary of Greek
αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… … Dictionary of Greek
αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… … Dictionary of Greek
γονεύω — (AM γονεύω) [γονεύς] 1. γεννώ παιδιά 2. (για φυτά) καρποφορώ νεοελλ. 1. (για πουλερικά) κλωσσάω 2. (για φυτά) βγάζω βλαστούς … Dictionary of Greek